λασιῶτις

λασιῶτις
λᾰσῐ-ῶτις, ιδος, fem. Adj.,
A = λασία, λασιώτιδος ὕλης Epic.Alex.Adesp.9 vi 20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λασιώτις — λασιῶτις, ιδος, ἡ (Α) (για περιοχή) κατάφυτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κατάλ. ῶτις (πρβλ. δενδρ ώτις, ηπειρ ώτις)] …   Dictionary of Greek

  • λασιώτιδος — λασιῶτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”